- ηλεκτρομηχανή
- ηκάθε μηχανή που παράγει ηλεκτρισμό ή λειτουργεί με ηλεκτρισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ electromachine < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + machine «μηχανή». Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.